- αἰψηρός
- αἰψηρός (αἶψα): quick(ly), used with the sense of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ κόρος, ‘soon’ comes, Od. 4.103.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αιψηρός — αἰψηρός, ά, όν (Α) 1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός 2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος] … Dictionary of Greek
αἰψηρός — quick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρά — αἰψηρός quick neut nom/voc/acc pl αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc/acc dual αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῶν — αἰψηρός quick fem gen pl αἰψηρός quick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρόν — αἰψηρός quick masc acc sg αἰψηρός quick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροῖο — αἰψηρός quick masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροῖσι — αἰψηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῇσι — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῇσιν — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρή — αἰψηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρήν — αἰψηρός quick fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)